ακόνη

ακόνη
η (Α ἀκόνη)
εργαλείο που χρησιμοποιείται για να ακονιστούν μαχαίρια, ψαλίδια κ.ά. κοφτερά εργαλεία, δηλαδή για να ξαναγίνει η κόψη τους κοφτερή
αρχ.
μεταφορικές χρήσεις
«δόξαν ἔχω ἀκόνας λιγυρᾱς ἐπὶ γλώσσᾳ», παρακινούμαι να λέω (Πίνδ. Ολ. 6, 82) (πρβλ. το νεοελλ. «ακονίζω τη γλώσσα μου» και «έχει γλώσσα ακόνι»)
«ξυρὸς εἰς ἀκόνην», αποδίδεται σε αυτούς που πετυχαίνουν ό,τι θέλουν (Διογενιαν. 6, 91)
«ἀκόνην σιτίζεις», αποδίδεται σ’ αυτούς που τρώνε πολύ αλλά δεν παχαίνουν (Ζηνόβ. 1, 58).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη ως τεχνικός αρχικά όρος σχηματίστηκε με τη χαρακτηριστική κατάλ. -όνη, με την οποία παράγονται κανονικά λέξεις που δηλώνουν όργανα, εργαλεία (πρβλ. αγχόνη, βελόνη, περόνη, σφενδόνη κ.λπ.). Ετυμολογικά η λ. ἀκόνη συνδέεται με την ΙΕ ρίζα *ακ- «οξύς, αιχμηρός, κοφτερός», από όπου και τα ἄκρος, ἀκμή, ἄκων κ.ά. Στη Ν. Ελληνική επικράτησε ως κανονικός τ. δηλώσεως τού εργαλείου αυτού ο υποκορ. τ. τής λέξεως ἀκόνη, δηλ. ο τ. ακόνι (< ἀκόνιον) (πρβλ. και παιδίον > παιδί αντί παῖς, νησίον > νησί αντί νῆσος, κλαδίον > κλαδί αντί κλάδος κ.τ.ό.).
ΠΑΡ. ακονώ αρχ. ἀκονίας
αρχ.-μσν.
ἀκόνιον. Βλ. και λήμμα ακ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακόνη — ακόνη, η και ακόνι, το εργαλείο που χρησιμεύει για την αποκατάσταση της κοπτικής ικανότητας μαχαιριών, ψαλιδιών κτλ.: Περνώ τα μαχαίρια στο ακόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκόνη — whetstone fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀ̱κόνη , ἀκονάω sharpen imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀκονάω sharpen pres imperat act 2nd sg (doric) ἀ̱κόνη , ἀκονάω sharpen imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) ἀκονάω sharpen pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόνῃ — ἀκόνη whetstone fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόναι — ἀκόνη whetstone fem nom/voc pl ἀκόνᾱͅ , ἀκόνη whetstone fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκονᾶν — ἀκόνη whetstone fem gen pl (doric aeolic) ἀκονάω sharpen pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀκονάω sharpen pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀκονάω sharpen pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἀκονᾶ̱ν , ἀκονάω sharpen… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκονῶν — ἀκόνη whetstone fem gen pl ἀκονάω sharpen pres part act masc voc sg ἀκονάω sharpen pres part act neut nom/voc/acc sg ἀκονάω sharpen pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἀκονάω sharpen pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόναις — ἀκόνη whetstone fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόνην — ἀκόνη whetstone fem acc sg (attic epic ionic) ἀ̱κόνην , ἀκονάω sharpen imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἀ̱κόνην , ἀκονάω sharpen imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀκονάω sharpen imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἀκονάω sharpen …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόνης — ἀκόνη whetstone fem gen sg (attic epic ionic) ἀ̱κόνης , ἀκονάω sharpen imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱κόνης , ἀκονάω sharpen imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἀ̱κόνης , ἀκονάω sharpen imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακόνι — το η ακόνη* παροιμ. «τα χωρατά είναι ακόνι τού καβγά», πολλές φορές τα αστεία καταλήγουν σε καβγά «βγάζει ή τρώει απ τ ακόνια», εργάζεται έντιμα και αποδοτικά «έχει γλώσσα ακόνι» (βλ. ακόνη). [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀκόνιον*, υποκορ. τού αρχ. ουσ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”